- εμπυρευματίζω
- τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπυρευματίζω — εμπυρευμάτισα, εμπυρευματίστηκα, εμπυρευματισμένος, μτβ., βάζω εμπύρευμα (βλ. λ.), εφοδιάζω με εμπύρευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπυρευμάτιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμπυρευματίζω, η τοποθέτηση τού εμπυρεύματος για την ανάφλεξη κάποιας εκρηκτικής ύλης … Dictionary of Greek
εμπυρεύω — (Α ἐμπυρεύω) νεοελλ. εμπυρευματίζω αρχ. 1. καίω, πυρπολώ 2. μέσ. ἐμπυρεύομαι ανάβω, παίρνω φωτιά 3. μέσ. φωτίζω, φέγγω 4. καταφλέγω, κατακαίω 5. ανάβω στο σώμα («ἐμπυρεύειν θερμότητα», Αριστοτ.) 6. ψήνω πάνω στη φωτιά, φρύγω («τήν τε φηγόν… … Dictionary of Greek